- καναβατσέτα
- και κανναβατσέτα και καν(ν)αβατσέτ(τ)α, η (Μ καναβατσέτα και κανναβατσέτα και καν(ν)αβατσέτ(τ)α)χοντροϋφασμένο λινό, κατασκευασμένο από ίνες κάν(ν)αβης, καν(ν)αβιού.[ΕΤΥΜΟΛ. Καναβατσέτα, η, αντί καναβατσέτο το, με αλλαγή γένους. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. canavaccietto, υποκορ. τού canavaccio < λατ. cannabis < ελλ. κάνναβις].
Dictionary of Greek. 2013.